προβατίλα

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

και δ. γρφ. προβατύλα, η, Ν
η χαρακτηριστική δυσοσμία που αναδίδουν τα πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -ίλα (πρβλ. τραγίλα)].