προεκπαίδευση
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
Greek Monolingual
η, Ν
προπαρασκευαστική διδασκαλία, προκαταρκτική παιδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + εκπαίδευση. Η λ., στον λόγιο τ. προεκπαίδευσις, μαρτυρείται από το 1831 στο περιοδικό Αἰγιναία].