προκάνω

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

Ν κάνω
1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου»)
2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τον προκάνεις»).