τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
Ν κάνω1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου»)2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τον προκάνεις»).