προκαταλιπαρώ

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source

Greek Monolingual

-έω, Μ
παρακαλώ θερμά, εκλιπαρώ προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταλιπαρῶ «παρακαλώ θερμά, ικετεύω»].