προμαρτυρώ
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
μαρτυρώ προηγουμένως
μσν.
1. προειδοποιώ
2. μέσ. προμαρτυροῦμαι, -έομαι
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.