προμαρτυρώ
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ
μαρτυρώ προηγουμένως
μσν.
1. προειδοποιώ
2. μέσ. προμαρτυροῦμαι, -έομαι
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.