προνομιούχος

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει προνόμιο ή προνόμια (α. «οι προνομιούχοι της μεσαιωνικής κοινωνίας» β. «το κόμμα που προστατεύει τους μη προνομιούχους»)
2. αυτός που έχει ξεχωριστά χαρίσματα και ικανότητες («προνομιούχος επιστήμονας»)
3. φρ. «προνομιούχος δανειστής» — ο δανειστής που προηγείται άλλων δανειστών στην ικανοποίηση τών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προνόμιο + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].