προσδεύομαι
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Russian (Dvoretsky)
προσδεύομαι: дор. ποτιδεύομαι = προσδέομαι.
German (Pape)
poet. statt προσδέομαι, Theocr. 5.63, in dor. Form ποτιδεύομαι.