προσεῖπα
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
French (Bailly abrégé)
ao.
v. προσεῖπον.
Russian (Dvoretsky)
προσεῖπα: aor. 1, προσεῖπον aor. 2 к προσαγορεύω и * προσέρω.
German (Pape)
= προσεῖπον.