προσθλώ

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο και το συντρίβω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλῶ «συντρίβω, σπάζω»].