Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
-άω, Αχτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο και το συντρίβω, σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + θλῶ «συντρίβω, σπάζω»].