προσπαρακαλώ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
1. προσκαλώ κάποιον ακόμη
2. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον επιπροσθέτως
3. δίνω μια επί πλέον διαταγή σε κάποιον.