γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-έω, Α1. προσκαλώ κάποιον ακόμη2. παρακινώ, παροτρύνω κάποιον επιπροσθέτως3. δίνω μια επί πλέον διαταγή σε κάποιον.