μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑαρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά της πύλης ενός οικοδομήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + -στῳον / -στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περιστῷον].