στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ
αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά της πύλης ενός οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + -στῳον / -στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περιστῷον].