προσωποποίηση
From LSJ
ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)
Greek Monolingual
η / προσωποποίησις, -ήσεως, ΝΜ προσωποποιώ
σχήμα λόγου κατά το οποίο αποδίδονται ζωή, ενέργεια και ανθρώπινες ιδιότητες σε άψυχα όντα, σε στοιχεία της φύσης, σε ζώα και φυτά, σε νεκρούς και σε αφηρημένες έννοιες («είναι η προσωποποίηση της αγνότητας»)
νεοελλ.
πράγμα ή αφηρημένη έννοια που εμφανίζεται στον λόγο ή σε απεικόνιση ως πρόσωπο.