προσύμφωνο

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3

Greek Monolingual

το, Ν
(νομ.) σύμβαση που ως περιεχόμενο έχει την υποχρέωση να συνάψουν οι συμβαλλόμενοι στο μέλλον μεταξύ τους ή ο ένας από αυτούς με τρίτο πρόσωπο μια άλλη, κύρια, σύμβαση με προκαθορισμό τών βασικών όρων της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + σύμφωνο «συμφωνία, σύμβαση»].