προὔβαλον

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 Act. de προβάλλω.

Greek Monotonic

προὔβᾰλον: προὔβην, αμτβ. αντί προ-έβαλον, προέβην.

Russian (Dvoretsky)

προὔβαλον: (= προέβαλον) стяж. aor. 2 к προβάλλω.