προὔπεμψα

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de προπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

προὔπεμψα: стяж. aor. к προπέμπω.

Greek (Liddell-Scott)

προὔπεμψα: ἀντὶ προέπεμψα, Ὄμηρ.

Greek Monotonic

προὔπεμψα: συνηρ. αντί προ-έπεμψα.