πρωτεΐδιο
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
το, Ν
(βιοχ.) οργανικό μόριο που σχηματίζεται από τη συνένωση μεγάλου αριθμού αμινοξέων και το οποίο παίζει θεμελιώδη ρόλο στη δομή και τη λειτουργία του κυττάρου, αφού αποτελεί τον κύριο τρόπο έκφρασης της γενετικής πληροφορίας.