πρωτοτοκώ
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Greek Monolingual
-έω, ΜΑ πρωτότοκος / πρωτοτόκος
μσν.
είμαι πρωτότοκος
αρχ.
γεννώ το πρώτο μου παιδί.