πρόσβλεψη

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

η / πρόσβλεψις, -έψεως, ΝΑ, δωρ. τ. ποτίβλεψις προσβλέπω
η προσήλωση του βλέμματος σε ένα σημείο
αρχ.
(στον δωρ. τ.) άποψη, εξωτερική όψη.