πρόσμειξη

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source

Greek Monolingual

η /πρόσμειξις, -είξεως, ΝΜΑ
βλ. πρόσμιξη.