πρόσμειξις

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσμειξις Medium diacritics: πρόσμειξις Low diacritics: πρόσμειξις Capitals: ΠΡΟΣΜΕΙΞΙΣ
Transliteration A: prósmeixis Transliteration B: prosmeixis Transliteration C: prosmeiksis Beta Code: pro/smeicis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (προσμείγνυμι ΙΙ) coming near to, and (in hostile sense) attack, assault, Th.5.72; ἡ τῶν ἁρμάτων π. D.C.40.2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσμειξις -εως, ἡ [προσμείγνυμι] aanval.

Russian (Dvoretsky)

πρόσμιξις: εως ἡ воен. сближение (для боя), схватка Thuc.