πρόσμιξη
From LSJ
Greek Monolingual
και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις -(ε)ίξεως, ΝΜΑ [[προσμ(ε)ίγνυμι]]
ανάμιξη
νεοελλ.
1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη
β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία, συχνά, επιδρά σημαντικά στις φυσικές και χημικές ιδιότητες του σώματος και η οποία οφείλεται ή σε δευτερεύουσα αντίδραση ή σε αρχική ακαθαρσία, η οποία δεν αφαιρέθηκε, ή, τέλος, σε αποσύνθεση
2. (ορυκτ. -γεωλ.) κάθε ξένη ύλη που ενυπάρχει σε ορυκτό ή μετάλλευμα
αρχ.
εχθρική προσέγγιση, προσβολή, επίθεση («ἡ τῶν ἁρμάτων πρόσμειξις», Δίων Κάσσ.).