πτωχογενής

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που γεννήθηκε φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κακογενής, πρωτογενής].