πυρίτιο
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το, Ν
χημ.
1. αμέταλλο χημικό στοιχείο με σύμβολο Si και ατομικό αριθμό 14, που ανήκει στην ομάδα IVa του περιοδικού συστήματος
2. φρ. α) «διοξείδιο πυριτίου»
(ορυκτ.) χημική ένωση τών δύο πιο άφθονων στοιχείων του στερεού φλοιού της Γης, του πυριτίου και του οξυγόνου
β) «ορυκτά του διοξειδίου πυριτίου»
(ορυκτ.) ομάδα πολύμορφων ορυκτών του διοξειδίου του πυριτίου που περιλαμβάνει τον χαλαζία, τον τριδυμίτη, τον χριστοβαλίτη, τον κοεσίτη, τον στισοβίτη, τον μελανοφλογίτη, τον λεσσατελιερίτη και τον χαλκηδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης (λίθος). Η λ., στον λόγιο τ. πυρίτιον, μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].