πυροβολώ

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source

Greek Monolingual

(I)
-έω, Α
σπέρνω σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. λιθο-βολώ].
(II)
-έω, Ν πυροβόλος
1. (αμτβ.) βάλλω με πυροβόλο όπλο
2. (μτβ.) κατευθύνω εναντίον κάποιου τη βολή πυροβόλου όπλου («τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής»).