πωρί

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source

Greek Monolingual

το / πωρίον, ΝΑ, και πουρί Ν πῶρος
ο πωρόλιθος
νεοελλ.
η πέτρα τών δοντιών, τρυγία
αρχ.
μικρός κάλος.