ράπη

From LSJ

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η καλαμιά
2. βοτ. το φυτό που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία φύτη ή στενόφυλλος.