στενόφυλλος

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόφυλλος Medium diacritics: στενόφυλλος Low diacritics: στενόφυλλος Capitals: ΣΤΕΝΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: stenóphyllos Transliteration B: stenophyllos Transliteration C: stenofyllos Beta Code: steno/fullos

English (LSJ)

στενόφυλλον, narrow-leaved, Id.HP8.4.1, Dsc.2.108, Alex.Aphr.in Top.118.31.

German (Pape)

[Seite 935] schmalblättrig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

στενόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων στενά, λεπτὰ φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 1, Διοσκ. 2. 131.

Greek Monolingual

-η, -ο / στενόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτό, βιβλίο, θύρα) αυτός που έχει στενά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. επτά-φυλλος].