ράσπα

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source

Greek Monolingual

η Ν
είδος λίμας με αδρή διαμόρφωση δοντιών, κατάλληλης για την επεξεργασία του ξύλου καθώς και άλλων μαλακών υλικών, όπως είναι οι ουλές τών ζώων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rasp < μεσ. γαλλ. raspe, λ. γερμανικής προέλευσης].