ράφια

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. οι ίνες του φυτού ραφία που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή διχτιών, παιχνιδιών, καπέλων και άλλων προϊόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ραφία].