ραβδιά

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source

Greek Monolingual

η / ῥαβδέα, ΝΜ ῥάβδος
χτύπημα με ράβδο, μπαστουνιά («ο θεός να σέ φυλάει από στραβού ραβδιά κι από κουτσού κλοτσιά», παροιμ. φρ.).