ριζοσπαστικός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ριζοσπάστη ή στον ριζοσπαστισμό («ριζοσπαστικό κόμμα»)
2. φρ. «ριζοσπαστικός εμπειρισμός»
(φιλοσ.) θεωρία της γνώσης και του όντος, η οποία διατυπώθηκε από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο και ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].