ροδόκηπος

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ροδώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο].