ροδώνας
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο / ῥοδών, -ῶνος, ΝΜΑ, και ροδεών, Α
τόπος κατάφυτος με τριανταφυλλιές, τόπος γεμάτος τριαντάφυλλα
αρχ.
πληθ. oἱ ῥοδῶνες
οι ορνιθίες άνεμοι, οι βόρειοι άνεμοι του φθινοπώρου και του χειμώνα, με τους οποίους έρχονται τα αποδημητικά πτηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -(ε)ών, -ῶνος (πρβλ. μηλ-ών, περιστερ-εών)].
Translations
rose garden
Danish: rosenhave; Finnish: ruusutarha; French: roseraie; German: Rosengarten, Rosarium; Greek: ροδόκηπος, ροδώνας; Ancient Greek: ῥοδεών, ῥοδωνιά; Icelandic: rósagarður; Japanese: 薔薇園; Latin: rosetum; Maltese: wardija; Persian: گلزار; Polish: rosarium; Portuguese: roseiral; Romanian: grădină de trandafiri; Spanish: rosal, rosaleda; Turkish: gül bahçesi, gülistan; Ukrainian: розарій; Volapük: rosadagad