ροφός

From LSJ

Greek Monolingual

και ρουφός, ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία του μεγαλόσωμου και εύγευστου περκόμορφου ψαριού Epinephelus guaza, που απαντά στον υποτροπικό Ατλαντικό, στη Μεσόγειο και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορφός (με μετάθεση του -ρ-)].