ρυπαρομέλας

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

-αινα, -αν, Α
αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»].