τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-αινα, -αν, Ααυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»].