ρυπαρομέλας

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

-αινα, -αν, Α
αυτός που έχει μαύρο και ρυπαρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + μέλας «μαύρος»].