σάπισμα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το, Ν σαπίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη
2. μτφ. ηθική διαφθορά.