σέβος

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monotonic

σέβος: τό, = σέβας, στον πληθ. σέβη, τά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σέβος, εος, τό, = σέβας, in pl. σέβη, Aesch.]