σίμαι

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίμαι Medium diacritics: σίμαι Low diacritics: σίμαι Capitals: ΣΙΜΑΙ
Transliteration A: símai Transliteration B: simai Transliteration C: simai Beta Code: si/mai

English (LSJ)

v. σιμός II.1.

Greek (Liddell-Scott)

σίμαι: «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα. καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινὲς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α (κατά τον Ησύχ.)
1. «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα καὶ ἐν ταῖς ὀροφαῖς θέσεις τινές»
2. «τὰ ἄκρα τῆς λύρας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. σιμός].