ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος γλαυκὸς ἢ ἱέρακος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. σίττη.