σαζάνι

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sazan].