σαμάρωμα

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558

Greek Monolingual

το, Ν σαμαρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.