σαμάρωμα
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
το, Ν σαμαρώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σαμαρώνω, η τοποθέτηση σαμαριού στη ράχη υποζυγίου
2. μτφ. συμμόρφωση ατίθασου ατόμου.