σαμβαλουχίς
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = σαμβαλούχη.
Greek Monolingual
ίδος, ἡ, Α
σαμβαλούχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. του σάνδαλον + -ουχίς (< -οῦχος + κατάλ. -ίς, -ίδος)].