σαπουνόνερο

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό].