σαρκολαβίδα

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

η / σαρκολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
χειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς.