σιδερός

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν σίδερο
(κυρίως στον Ερωτόκρ.)
1. σιδερένιος («σιδερὸν αμόνι», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. πολύ σκληρός («κάναμε σιδερή καρδιά, τ' αφτιά μας μολυβένια», δημ. τραγούδι).