σιδηρωτός
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
σιδηρωτή, σιδηρωτόν, iron-bound, Edict.Diocl.15.50 (Geronthrae).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Μ σιδηρῶ
αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος.