σιλούριος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν Σίλουροι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή στη χώρα τών Σιλούρων, κατοίκων της Βρεττανίας που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους
2. φρ. «σιλούρια περίοδος» ή, απλώς, «το σιλούριο»
γεωλ.
διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου σχηματίστηκαν τα πετρώματα του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αντιπροσωπεύει την τρίτη από τις έντεκα περιόδους που αποτελούν τη γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας, είναι τμήμα του παλαιοζωικού αιώνα, ακολουθεί το ορδοβίσιο, προηγείται του δεβονίου και η χρονική διάρκειά του ήταν 35 εκατομμύρια χρόνια, πριν από 430 ώς 395 εκατομμύρια έτη.